- επισαλεύω
- ἐπισαλεύω (Α) [σαλεύω]1. σαλεύω καθώς βρίσκομαι τοποθετημένος κάπου ή συνδεδεμένος με κάτι2. (ειδ. για πλοίο) αγκυροβολημένος στα ανοιχτά σαλεύω πάνω στην άγκυρα3. (για μαλλιά) κυματίζω4. σαλεύω, κινούμαι σπασμωδικά («οἱ δὲ τοῑς ὤμοις ἐπισαλεύοντες ὀρθοῑς ἐκτεταμένοις, γαλεαγκῶνες», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.